προεκπλεω

προεκπλεω
    προεκπλέω
    προ-εκπλέω
    отплывать раньше Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προεκπλεω" в других словарях:

  • προεκπλέω — ΜΑ εκπλέω, αποπλέω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προεκπλεῖν — προεκπλέω sail out before pres inf act (attic epic doric) προεκπλεῖν , προεκπλέω sail out before pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεκπλεῦσαι — προεκπλέω sail out before pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) προεκπλεῦσαι , προεκπλέω sail out before aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεκπλέουσαν — προεκπλέω sail out before pres part act fem acc sg (epic doric ionic) προεκπλέουσαν , προεκπλέω sail out before pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • προεκπεπλευκυῖαι — προεκπλέω sail out before perf part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεκπεπλευκότες — προεκπλέω sail out before perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξέπλευσε — προεκπλέω sail out before aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»